жухнуть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

жухнуть - translation to πορτογαλικά


жухнуть      
(о красках) apagar-se ; murchar , (o траве, листьях) fenecer

Ορισμός

жухнуть
несов. неперех.
1) Высыхая, тускнеть (о масляных красках).
2) а) Высыхая, утрачивать свежесть, сочность (о траве, листьях и т.п.).
б) Становиться жестким (о коже).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για жухнуть
1. В какой-то момент он получил мощный удар мечом по голове и свалился в начавшую жухнуть траву.
2. Кажется, я сказал кощунственную для фанатов вещь, причислив Мадонну к "начинающим жухнуть". Конечно, нехорошо педалировать эту тему по отношению к женщине.
3. Это ведь беспроигрышный ход: взять в помощницы молодую, яркую, находящуюся (по крайней мере тогда) на взлете Бритни: Кстати, все уже начинающие немного жухнуть кумиры исстари прибегали к этому приему - вливали в свое искусство чужую, свежую кровь.